Αδιάκριτα, είναι επίρρημα και σημαίνει το αντίθετο του διακριτικά, δηλαδή κάτι που γίνεται με αγένεια, χωρίς διακριτικότητα, ευγένεια ή λεπτότητα.
Μίλησε στον πατέρα του τόσο αδιάκριτα, που έφερε σε δύσκολη θέση τους γύρω του.
Αδιακρίτως είναι κι αυτό επίρρημα και σημαίνει χωρίς διάκριση ή εξαίρεση, ανεξαιρέτως.
Η μητέρα αγαπάει όλα τα παιδιά της αδιακρίτως. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει κανένα.