Χρησιμοποιούμε τη λέξη παρεμπιπτόντως, όταν κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης μας έρχεται στο νου μια ιδέα, μια σκέψη, μια άποψη και θέλουμε να την εκφράσουμε. Κατά παρέμβαση, δηλαδή, στο κύριο θέμα.
Ή προκύπτει κάτι περιστασιακά και εμείς εκφράζουμε τη γνώμη μας.
Προέρχεται από το ρήμα παρεμπίπτω: παρά + εν+ πίπτω.
Η πρόθεση “εν” όταν βρίσκεται μπροστά από χειλικά σύμφωνα (π,β,φ) γίνεται “εμ“. Έτσι λέμε “εμπίπτω“.
Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζουμε το επίρρημα παρεμπιπτόντως.
Στον προφορικό λόγο μπορεί και να ακούγεται σωστά. Στο γραπτό λόγο όμως;
Πολύς ο λόγος τον τελευταίο καιρό για τις λογοκλοπές. Παρεμπιπτόντως ας διευκρινίσουμε τι επιτρέπεται και τι όχι.
Οι μαθητές νίκησαν στο διαγωνισμό γιατί είχαν βαθιά γνώση του αντικειμένου, ώριμη σκέψη και αναλυτικές ικανότητες.
Αυτοί, παρεμπιπτόντως, δεν είναι απαραίτητο να είναι άριστοι μαθητές στο σχολείο τους.