Ο σιωπηλός είναι αυτός που δεν μιλάει, που σιωπά, που δεν εκφράζει καμιά γνώμη ή άποψη, ο αμίλητος, ο ήρεμος, ο ακίνητος.
Ο σιωπηρός είναι αυτός που με τον τρόπο του εκφράζει τη σιωπή του.
Χαμένος σε στενούς δρόμους, βυθισμένος σε σκέψεις, τριγυρνούσα αναζητώντας τα ίχνη της παλιάς πόλης. Η υγρασία, τα σβησμένα φώτα κοίμιζαν την ησυχία. Το κυριακάτικο απόγευμα γινόταν ακόμα πιο σιωπηλό.
Η απόλυτη ησυχία ήταν το σιωπηρό χειροκρότημα. Αυτό που επιβράβευσε την προσπάθεια.
Ίσως σ’ ενδιαφέρει και αυτό: Όσον αφορά το ή όσον αφορά στο;