Αδιάκριτα ή αδιακρίτως;

Αδιάκριτα ή αδιακρίτως;

Αδιάκριτα, είναι επίρρημα και σημαίνει το αντίθετο του διακριτικά, δηλαδή κάτι που γίνεται με αγένεια, χωρίς διακριτικότητα, ευγένεια ή λεπτότητα. Μίλησε στον πατέρα του τόσο αδιάκριτα, που έφερε σε δύσκολη θέση τους γύρω του. Αδιακρίτως είναι κι αυτό επίρρημα και...