Ευφορία (ευ + φέρω) / εφορία (επί + ορώ, επιβλέπω, επιτηρώ, παρατηρώ, επιθεωρώ, στρέφω το βλέμμα μου

Ευφορία (ευ + φέρω) / εφορία (επί + ορώ, επιβλέπω, επιτηρώ, παρατηρώ, επιθεωρώ, στρέφω το βλέμμα μου

Η γυμναστική και η μουσική μου προκαλούν ευφορία. Νιώθω χαρά, ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Αυτό το χωράφι αποδείχτηκε πολύ εύφορο. Μέσα σε δύο χρόνια αυξήθηκε η σοδειά. Πήγα στην Εφορία πρωί πρωί και έφυγα αργά το μεσημέρι. Τόση ταλαιπωρία για ένα χαρτί! Η λέξη ευφορία...