Κλείνω / κλίνω

Κλείνω / κλίνω

· Κλείνω την πόρτα. · Κλείνω μια υπόθεση. · Κλείνω τα μάτια μου στη νέα πραγματικότητα και δε θέλω να ξέρω τίποτα. · Ακούγεται ότι θα κλείσει το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Κλίνε ( κι όχι κλίσε!) σε παρακαλώ το ρήμα «ακούω» σε όλους τους χρόνους. Μπορείς να μεταφέρεις...